ματρυιά

ματρυιά
μᾱτρυιά
1 mother in lawἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” Damodike, mother in law of Phrixos, cf. fr. 49 P. 4.162

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ματρυιά — ματρυιά, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μητριά …   Dictionary of Greek

  • μητριά — η (ΑΜ μητρυιά, Α δωρ. τ. ματρυιά, ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. ματροία, Μ μητριά και μητρία και μητριγιά) η δεύτερη σύζυγος τού πατέρα σε σχέση με τα παιδιά τής πρώτης συζύγου, θετή μητέρα νεοελλ. μτφ. σκληρή και άστοργη μητέρα («αυτή είναι μητριά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”